Λίτον

Λίτον
(Lytton). Επώνυμο οικογένειας Άγγλων συγγραφέων και πολιτικών. 1. Έντουαρντ Τζορτζ (Edward George, 1803 – 1873). Συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε σε ιδιωτικές σχολές και στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας (Trinity College) στο Καντέρμπουρι. Παντρεύτηκε τη Ροζίνα Ντόιλ, αλλά έπειτα από λίγα χρόνια χώρισαν. Τρία χρόνια μετά τον χωρισμό τους η Ροζίνα Ντόιλ κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Τσέβελι ή Ο άντρας της τιμής, στο οποίο σατίριζε καυστικά τον πρώην σύζυγό της. Το 1858 ο Λ., σε προεκλογική περιοδεία του, αντιμετώπιζε συχνά την πρώην σύζυγό του, η οποία εκφωνούσε σε υπαίθριες συγκεντρώσεις υβριστικούς λόγους εναντίον του. Για τη συμπεριφορά της αυτή την έκλεισαν σε φρενοκομείο, αλλά σύντομα την άφησαν ελεύθερη. Ο Λ. ως συγγραφέας έγραψε πολλά μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και ποιήματα. Τα περισσότερα από τα έργα του γνώρισαν δημοτικότητα δυσανάλογη με την αξία τους. Σήμερα εξακολουθεί να διαβάζεται το έργο του Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας. 2. Έντουαρντ Ρόμπερτ Μπάλγουερ (Edward Robert Bulwer, 1831 – 1891). Διπλωμάτης και ποιητής, γιος του προηγούμενου. Το 1850 ορίστηκε ακόλουθος της αγγλικής πρεσβείας στην Ουάσινγκτον και στη συνέχεια σε άλλες διπλωματικές θέσεις έως το 1876, οπότε διορίστηκε αντιβασιλέας των Ινδιών. Στην περίοδο της αντιβασιλείας του η βασίλισσα Βικτορία ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα των Ινδιών. Την ίδια επίσης εποχή οι σχέσεις της Μεγάλης Βρετανίας και του Αφγανιστάν έφτασαν σε κρίσιμο σημείο που κατέληξε σε πόλεμο (1878). Δύο χρόνια αργότερα, ο Λ. παραιτήθηκε από το αξίωμά του και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου τιμήθηκε με τον τίτλο του κόμη. Τοποθετήθηκε στη συνέχεια πρεσβευτής της χώρας του στο Παρίσι, θέση την οποία διατήρησε έως τον θάνατό του. Ο Λ. ασχολήθηκε και με την ποίηση. Πολλές ποιητικές συλλογές του δημοσιεύτηκαν με το ψευδώνυμο Όουεν Μέρεντιθ. Οι πιο γνωστές τιτλοφορούνται Κλυταιμνήστρα και άλλα ποιήματα και τα Εθνικά τραγούδια της Σερβίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιτόν — λιτός simple masc acc sg λιτός simple neut nom/voc/acc sg λῑτόν , λιτός simple masc acc sg λῑτόν , λιτός simple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GYMNOPODIA — Gr. Πυμνοπόδια, apud Polluc. l. 7. c. 22. inter calceorum muliebrium specie, quae pedem ostenderent. Cuiusmodi calceis Graecas mulieres delectatas olim, notum. Certe principes Graecarum formâ Thebanas mulieres, ore tecto, pedibus per calceos pene …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PAPA — I. PAPA nomen olim commune omnium Episcoporum, quos nude Fapas appellabant: Papiae. Admirabilis, maior, pater et custos. Hinc Veter. Eipstolae Epifcopis in scriptae, Domino Papae N. salutem, ut patet ex Augustino Ep. 13. 18. 222, 256. Hieronymo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHOENIX — I. PHOENIX Agenoris filius, Cadmi frater, qui Phoenicibus imperavit, a quo Phoenicia, ut quidam volunt. Frater fuit Cadmi, Cilicis et Europae, quam Iuppiterrapuit. Solinus tamen Cilicem facit Phoenicis filium, c. 38. quemadmodum Europam eiusdem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”